μεταπλέκω

μεταπλέκω
μεταπλέκω (Α)
ξεπλέκω και πλέκω κάτι με διαφορετικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμμεταπλέκω — Μ (κυρίως το παθ.) συμμεταπλέκομαι πλέκομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταπλέκω «ξεπλέκω και πλέκω με διαφορετικό τρόπο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”